πρόδηλος

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόδηλος Medium diacritics: πρόδηλος Low diacritics: πρόδηλος Capitals: ΠΡΟΔΗΛΟΣ
Transliteration A: pródēlos Transliteration B: prodēlos Transliteration C: prodilos Beta Code: pro/dhlos

English (LSJ)

ον,

   A clear or manifest in front or beforehand, Alc.Oxy. 1789Fr.1 ii4, D.15.30, etc.; ἐμβολὴ π. ἥτις γίνοιτ' ἂν ἁρμόζουσα Hp. Art.30, cf. E.Or.190(lyr.), Hyp.Epit.8; οἱ π. [φόβοι] foreseen, Arist. EN1117a19, cf. Is.3.19, al.; τοῦ μὲν ὄντος π. τοῦ δὲ ἀγνοουμένου Isoc.6.37; εἰ μὲν ἦν π. τὰ μέλλοντα D.18.196; π. εἵλοντο θανάτους Plb.6.54.4; πρόδηλον ἥδη ἦν, ὅτι . . X.HG6.4.9, cf. Isoc.2.42, Pl.Phdr.238b, etc.; evident, καὶ τυφλῷ, φασι, pro/dhlon Polystr.p.8 W.; πρόδηλα γάρ [ἐστι], ὅτι . . μέλλουσι Hdt.9.17, cf. X.Eq.3.3; ἐκ προδήλου from a place in sight, in full view, S.El.1429(lyr.). Adv. -λως Aeschin.1.182, Plu.Oth.9; θανεῖν π. S.Aj.1311.    2 = προδηλωτικός, c. gen., Vett. Val.92.22,al.

German (Pape)

[Seite 715] ganz deutlich od. offenbar, ganz bekannt, klar vor Augen liegend; Her. 9, 17; ἐκ προδήλου λεύσσω, Soph. El. 1422; = προδήλως, Ai. 1290; Eur. O. 190, Plat. Phaedr. 238 b; πράξεις, wozu, Zeugen nöthig sind, Isae. 3, 19, Dem.; Sp., wie Pol. 1, 23. 3 u. öfter; Luc. Hermot. 63; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πρόδηλος: -ον, ὁ ἐκ τῶν προτέρων δῆλος, φανερός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797, Εὐρ. Ὀρ. 190, Πλάτ. Φαῖδρ. 238Β· οἱ πρ. φόβοι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 8. 15· τοῦ μὲν ὄντος προδήλου, τοῦ δὲ ἀγνοουμένου Ἰσοκρ. 123Β· εἰ μὲν ἦν πρόδηλα τὰ μέλλοντα Δημ. 293. 25· ― πρόδηλον ἤδη ἦν, ὅτι..., Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 9· οὕτω, πρόδηλα γάρ [ἐστι], ὅτι... μέλλουσι Ἡρόδ. 9. 17, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 3, 3· ― ἐκ προδήλου, ἐκ τόπου καταφανοῦς, ἐμφανοῦς, Σοφ. Ἠλ. 1429. Ἐπίρρ. -λως, Αἰσχίν. 26. 9· πρ. θανεῖν Σοφ. Αἴ. 1311.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui éclate aux yeux, très clair, très évident ; πρόδηλον ὅτι XÉN ou πρόδηλα ὅτι HDT (il est) de toute évidence que ; ἐκ προδήλου SOPH de toute évidence, d’une manière éclatante.
Étymologie: πρό, δῆλος.