σφαγή
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ἡ,
A slaughter; the sg. is freq. in E., as Hec.571, 1037, al.; in pl., A.Eu. 187,450, S.El.37, E.Hec.522, al.; ἕστηκε . . μῆλα πρὸς σφαγὰς πυρός ready for the sacrificial fire, A.Ag.1057; πολυθύτους τεύχειν σ. to offer many sacrifices, S.Tr.756: also in Prose, ὑπὸ σφαγῆς Pl.R. 610b; θανάτους τε καὶ σφαγάς Id.Lg.682e; σφαγὰς ποιεῖσθαι X.HG 4.4.2; σφαγὰς τῶν γνωρίμων ποιήσαντες ib.2.2.6, cf. Isoc.8.96, D.19.260; ἐν ταῖς πόλεσι σφαγὰς ἐμποιοῦντες Isoc.5.107. 2 with collat. sense of a wound, αἷμα τῶν ἐμῶν σ. S.Tr.573, cf. 717; ἐκφυσιῶν . . αἵματος σφαγήν the blood gushing from the wound, A.Ag.1389; καθάρμοσον σφαγάς close the gaping wound, E.El.1228 (lyr.); ἐσφάγη . . σφαγὴν βραχεῖαν Ath.9.381a. II the throat, the spot where the victim is struck (κοινὸν μέρος αὐχένος καὶ στήθους σφαγή Arist. HA493b7), Antipho 5.69: pl., ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος A.Pr.863; ἐς σφαγὰς ὦσαι ξίφος E.Or.291; so in prose, οἰστοὺς . . ἐς τὰς σ. καθιέντες Th.4.48, cf. Sor.2.63; εἰς τὴν κεφαλὴν . . διὰ τῶν σ. Arist. HA511b35.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰγή: ἡ, (σφάζω) ὡς καὶ νῦν, τὸ σφάζειν, κοινῶς «σφάξιμον»· τὸ ἑνικὸν συχν. παρ’ Εὐρ., οἷον Ἑκ. 571, 1037· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχ. Εὐμ. 187, 450, Σοφ. Ἠλ. 37, Εὐρ. Ἑκ. 522· κ. ἀλλ’· ἕστηκε... μῆλα πρὸς σφαγὰς πυρὸς, ἕτοιμα πρὸς τὸ τῆς θυσίας πῦρ (ἔνθα ὁ Musgr. προτείνει διόθρωσιν: πάρος), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1057· πολυθύτους τεύχειν σφ., προσφέρειν πολλὰς θυσίας, πολλὰ θύματα, Σοφ. Τρ. 756· - ὡσαύτως παρὰ πεζολόγοις, ὑπὸ σφαγῆς Πλάτ. Πολ. 610Β· θανάτους τε καὶ σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 682D· σφαγὰς ποιεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 2· σφαγὰς ποιεῖν ὁ αὐτ. 2. 2, 6, Ἰσοκρ. 178E, Δημ. 424, 22· σφαγὰς ἐμποιεῖν Ἰσοκρ. 103D. 2) μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας τραύματος, αἱ ἐμαὶ σφ. Σοφ. Τρ. 573, πρβλ. 717· ἐκφυσιῶν... αἵματος σφαγήν, τὸ αἷμα τὸ ἐκρέον ἐκ τῆς πληγῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1389· καθάρμοσον σφαγάς, κλεῖσον τὸ χαῖνον τραῦμα, Εὐρ. Ἠλ. 1228· ἐσφάγη... σφαγὴν βραχεῖαν Ἀθήν. 381Β. ΙΙ. ὁ λαιμός, τὸ μέρος ἔνθα τίθεται εἰς τὸ θῦμα ἡ μάχαιρα ὅταν μέλλωσι νὰ τὸ σφάξωσι (κοινὸν μέρος αὐχένος καὶ στήθους σφαγὴ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 14, 2, πρβλ. Λατ. jugulum, jugulari), Ἀντιφῶν 137. 28· ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. fauces, ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος Αἰσχύλ. Πρ. 863· ἐς σφαγὰς ὧσαι ξίφος Εὐρ. Ὀρ. 291· οὕτω παρὰ πεζογράφοις, οἰστούς... ἐς τὰς σφ. καθέντες Θουκ. 4. 48· εἰς τὴν κεφαλήν... διὰ τῶν ασφγῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 6.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 égorgement, meurtre, immolation;
2 blessure en gén.
3 gorge, particul. endroit de la gorge où l’on frappe la victime.
Étymologie: σφάζω.