φιλάργυρος
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ον,
A fond of money, avaricious, S.Ant.1055, Fr.587, Pl.R.347b, PPetr.3p.150 (iii B. C.), Phld.Ind.Sto.19, Ev.Luc.16.14, etc.; Sup. -ώτατος X.Mem.3.1.10, 3.13.4.
German (Pape)
[Seite 1275] geldliebend, geldgierig, übh. habsüchtig; Soph. Ant. 1042; Plat. Gorg. 515 e u. sonst; φιλαργυρώτατος Xen. Mem. 3, 1,10; Pol. 9, 25.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάργῠρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν φιλοχρήματος, ἄπληστος, Σοφ. Ἀντιγ. 1055, Ἀποσπ. 512, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 10, κλπ.· ὑπερθ. φιλαργυρώτατος Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 4· ― τὸ φιλάργυρον = φιλαργυρία, Πλάτ. Πολ. 347Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 320.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime l’argent, avare.
Étymologie: φίλος, ἄργυρος.