ταλαντιαῖος
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
English (LSJ)
α, ον,
A worth a talent, οἶκος D.27.64; κτῆσις Plb.23.4.3; νοσήματα τ. costing a talent, prob. in fee to the physician, Alc.Com.12. 2 of persons, worth a talent, i.e. possessed of one, Crates Com.32; ἔγγυοι τ. giving surety to the amount of a talent, Arist.Oec.1350a19. II weighing a talent, ξύλον Id.Cael.311b3; λιθοβόλος τ. an engine throwing stones of a talent weight, Plb.9.41.8 codd.; πετροβόλος τ. Ph.Bel.85.2. 2 in which the prize is a talent, ἀγών CIG2810.18 (Aphrodisias).
German (Pape)
[Seite 1064] ein Talent schwer, werth, auf ein Talent geschätzt, ein Talent im Vermögen habend; οἶκος, Dem. 27, 64; ἔγγυος, Arist. oec. 2, 23; κτῆσις, Pol. 24, 4, 3; μισθός, Ath. IV, 148 b; komisch νοσήματα, Alc. com. bei Poll. 9, 53.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαντιαῖος: -α, -ον, ἄξιος ταλάντου, οἶκος Δημ. 833. 23· κτῆσις Πολύβ. 24. 4, 3· νοσήματα ταλ., εἰς ἃ δαπανᾶται τάλαντον, πιθαν. ὡς ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ, Ἀλκαῖος ὁ Κωμικ. ἐν «Ἐνδυμίωνι» 3. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ἔχων ἀξίαν ἑνὸς ταλάντου, δηλ. ἔχων, κατέχων ἓν τάλαντον, Κράτης ἐν «Τόλμαις» 2· ἔγγυος τ., παρέχων ἐγγύησιν διὰ τὸ ποσὸν ἑνὸς ταλάντου, Ἀριστ. Οἰκ. 2, 23. ΙΙ. ζυγίζων ἓν τάλαντον, ξύλον ὁ αὐτ. περὶ Οὐραν. 4. 4, 4· λιθοβόλος τ., μηχανὴ ἐκσφενδονῶσα λίθους βάρους ἑνὸς ταλάντου, Πολύβ. 9. 41, 8. 2) ἐν ᾧ τὸ βραβεῖον εἶναι τάλαντον, ἀγὼν Συλλ. Ἐπιγρ. 2810. 9.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 de la valeur d’un talent;
2 de la grosseur ou du poids d’un talent.
Étymologie: τάλαντον.