ἀντίχριστος
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
ὁ,
A Antichrist, 1 Ep.Jo.2.18,22, etc.
German (Pape)
[Seite 264] ὁ, der Antichrist. N. T. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίχριστος: ὁ, ὁ τῷ Χριστῷ ἐναντίος, λόγος Ὠριγέν. IV. 188C, ὁ Ἀντίχριστος, ὁ ἀντίπαλος τοῦ Χριστοῦ, ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας τῶν Ἰουδαίων ὑπὸ χριστιανικὴν ἔποψιν· θὰ ἐμφανισθῇ δὲ οὗτος πρὸ τῆς συντελείας τοῦ κόσμου, καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν Ἐπιστ. Ἰωάν. Α΄, β΄, 18, κτλ. Πολύκ. 7, Εἰρην. 865Α, κτλ.: - Ἐντεῦθεν τὰ ἐπίθετα -χριστιανός, -χριστικὸς καὶ τὸ ῥῆμα -χριστέω, Θεόδ. Στουδ. σ. 494Ε.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ Anticristo, 1Ep.Io.2.18, 22, 2Ep.Io.7, Polyc.Sm.Ep.7.1, ἀ. πολλοί 1Ep.Io.2.18, cf. Apoc.Esdr.p.29, 1Apoc.6 (p.74)
•como el Mesías que esperan los judíos, Cyr.Al.M.68.576D.
English (Strong)
from ἀντί and Χριστός; an opponent of the Messiah: antichrist.