ἔκστασις
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐξίστημι)
A displacement, ἄρθρων Hp.Art.56 ; πᾶσα κίνησις ἔ. ἐστι τοῦ κινουμένου Arist.de An.406b13 : hence, change, εἰς ἀντικείμενα Id.GA768a27 ; αἱ κακίαι ἐ. Id.Ph.247a3 ; ἔ. ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν Id.Cael.286a19 ; ἔ. τῆς φύσεως degeneracy, Thphr.CP3.1.6 ; opp. στάσις, Plot.6.3.2 ; movement outwards, ἔ. ἀπὸ τοῦ παράγοντος Dam.Pr.97 bis ; ἔ. εἰς τὸ ἔξω ib.401 ; [σῶμα] ἐν ἐκστάσει λαβὸν τὴν ὑπόστασιν Porph.Sent.36 ; differentiation, ἔ. καὶ πιῆθος Plot.6.7.17 ; αἱ εἰς πλῆθος ἐ. Procl.in Ti.2.203 D. II standing aside, Arist.Rh.1361a37 (pl.). b = Lat. cessio bonorum, CPR20ii9 (iii A.D.) ; ἔ. χρημάτων Porph.Abst.1.53 ; a tax on cessions, BGU914.6 (ii A.D.), PLond.2.305.2 (PTeb.ii p.184). 2 distraction of mind, from terror, astonishment, anger, etc., Hp.Aph.7.5, Prorrh.2.9 ; ἔ. σιγῶσα Id.Coac.65 ; ἔ. μανική Arist.Cat.10a1 ; ἔ. τῶν λογισμῶν Plu.Sol.8 ; νοῦ Plot.5.3.7 ; τὰ μηδὲ προσδοκώμεν' ἔκστασιν φέρει Men.149, cf. Epit.472, Epicur.Fr.113 ; εἰς ἔ. ἄγειν Longin.1.4. 3 entrancement, astonishment, Ev.Luc.5.26, Ev.Marc.5.42. 4 trance, Act.Ap.10.10, 22.17 ; ecstasy, Plot.6.9.11 ; ἔ. καὶ μανία Herm. in Phdr.p.103A. b drunken excitement, Corn.ND30.
German (Pape)
[Seite 779] ἡ, Entfernung von der Stelle, Verrückung, εἰς τἀντικείμενα Arist. gen. anim. 4, 3; καὶ προσκύνησις, als eine barbarische Ehrenbezeugung, das Entfernen, Vermeiden des Anblicks, rhet. 1, 5. – Geistesverrückung, Wahnsinn, Hippocr.; λογισμῶν Plut. Sol. 8; πάντα τὰ μηδὲ προσδοκώμεν' ἔκστ. φέρει Men. Stob. fl. 104, 7. Auch = Verzückung, Begeisterung, Staunen, N. T.; tiefe Ohnmacht, Alex. Aphrod. – Uebh. Veränderung, bes. Verschlechterung, Ausartung, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκστᾰσις: -εως, ἡ, (ἐξίστημι) ἐκτοπισμός, μετατόπισις ἐκ τῆς οἰκείας θέσεως, ἀπομάκρυνσις, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 13· αἱ δὲ ἐκστάσεις εἰσὶν (ἐνν. αἱ κακίαι) ὁ αὐτ. Φυσ. 7. 3, 6. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ ἵστασθαι κατὰ μέρος, «παραμέρισμα», ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 5, 9· ἐκστ. τῆς φύσεως, ἔκπτωσις, κατάπτωσις. Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 6. 2) σύγχυσις νοῦ, παραφροσύνη, κυρίως ἐκ φόβου ἢ καταπλήξεως, Ἱππ. Ἀφ. 1258, πρβλ. 93Β, κτλ. ἔκστ. σιγῶσα αὐτόθι 126G, 195D· ἔκστ. μανικὴ Ἀριστ. Κατηγ. 8, 17· ἐκστ. τῶν λογισμῶν Πλουτ. Σόλων 8· τὰ μηδὲ προσδοκώμεν’ ἔκστασιν φέρει Μένανδ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 1. 3) θάμβος, ἔκπληξις, ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας Εὐαγγ. κ. Λουκ. ε΄, 26· ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ Μαρκ. ε΄, 42, Λογγῖν. 1. 4. 4) τὸ ἐξίστασθαι καὶ ὁρᾶν ἢ ἀκούειν θεῖα καὶ ὑπεράνθρωπα πράγματα, ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἔκστασις Πράξ. Ι΄, 10· εἶδεν ἐν ἐκστάσει ὅραμα αὐτόθι ια΄, 5· γενέσθαι ἐν ἐκστάσει κβ΄, 17, πρβλ. Ἐπιστ. π. Κορινθ. Β. ιβ΄, 3 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
égarement de l’esprit ; trouble ; postér. extase, vision.
Étymologie: ἐξίστημι.
Spanish (DGE)
(ἔκστᾰσις) -εως, ἡ
I c. idea de mov. fís.
1 desplazamiento τῶν ἄρθρων Hp.Art.56, πᾶσα κίνησις ἔ. ἐστι τοῦ κινουμένου todo movimiento implica un desplazamiento de lo que se mueve Arist.de An.406b13, op. στάσις Plot.6.3.2.
2 cesión, abandono del sitio en señal de respeto, Arist.Rh.1361a37, de bienes materiales τῇ ἐκστάσει τῶν χρημάτων καὶ πρὸς τὸ θεῖον ἐπιβλέψει al desprenderse de las riquezas y dirigir la mirada hacia lo divino Porph.Abst.1.53
•jur. cesión de propiedades, trad. de lat. cessio bonorum παντ[ὸ] ς τοῦ ὑπάρχον[τός] μοι πόρου POxy.2854.16 (III d.C.), cf. PLugd.Bat.19.10.1, PMonac.85.14 (ambos II d.C.), Stud.Pal.20.54.2.9 (III d.C.), τέλος ἐκστάσεως n. de un impuesto que gravaba dicha cesión BGU 914.6 (II d.C.).
3 medic. evacuación μελαγχολικαὶ ... ἐκστάσεις evacuaciones de bilis negra Hp.Prorrh.2.9.
4 apartamiento, separación ἡ μεταβολὴ καὶ οἷον ἔ. τῆς φύσεως Thphr.CP 3.1.6, ἔ. ἀπὸ τῆς ἀγγελικῆς ὁμοτιμίας apartamiento del honor común con los ángeles Gr.Nyss.M.44.189A.
5 salida ἀπὸ τοῦ παράγοντος Dam.Pr.972 (p.48), εἰς τὸ ἔξω Dam.in Prm.401 (p.21), ἐν ἐκστάσει λαβὼν τὴν ὑπόστασιν (i.e. el cuerpo), Porph.Sent.36.
II ref. a procesos gener.
1 alteración εἰς τἀντικείμενα Arist.GA 768a27
•esp. en sent. peyor. perturbación, degeneración αἱ κακίαι ἐκστάσεις los vicios son perturbaciones Arist.Ph.247a2, ἔ. τίς ἐστιν ... τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν lo antinatural es una cierta degeneración de lo natural Arist.Cael.286a19, cf. Call.Fr.67.15.
2 métr. alargamiento de una sílaba breve, Mar.Vict.221.19, Sacerd.452.17.
III ref. a procesos mentales
1 extravío, enajenación producido por el miedo, la angustia o el asombro ἐκστάσιες σιγῶσαι Hp.Coac.65, 476, ἔ. ἐστιν ὀλιγοχρόνιος μανία Gal.19.462, μανικὴ ἔ. Arist.Cat.10a1, εἰς τοσαύτην ἔκστασιν ... καθίστησίν με me pone en tal estado de locura Men.Asp.308, cf. Epicur.Fr.[111] 15, ἐγενήθη ἔ. ἐν τῇ παρεμβολῇ se produjo el pánico en el campamento LXX 1Re.14.15, διέκοψας ἐν ἐκστάσει κεφαλὰς δυναστῶν LXX Hb.3.14, cf. Origenes Cels.3.24
•c. gen. λογισμοῦ Plu.2.477, διανοίας IG 12(9).1179.26 (Cálcide II d.C.), νοῦ Plot.5.3.7
•producido por el vino, Corn.ND 30.
2 asombro, Eu.Luc.5.26, Eu.Marc.5.42.
3 éxtasis, trance religioso, místico o profético, asociado a intervención divina προσευχομένου μου ἐν τῷ ἱερῷ γενέσθαι με ἐν ἐκστάσει Act.Ap.22.17, cf. 10.10, Epiph.Const.Haer.48.6.5, Dion.Ar.Myst.1.1, λέγεις ὡς ἐν ἐκστάσει ἀποφοιβώμενος PMag.4.737, ἄλλος τρόπος τοῦ ἰδεῖν, ἐ. ... καὶ ἐπίδοσις αὑτοῦ, de tipo dionisíaco, Gr.Nyss.Hom.in Cant.156.19
•tb. producido por el placer estético εἰς ἔκστασιν ἄγει τὰ ὑπερφυᾶ lo extraordinario lleva al éxtasis en una obra literaria, Longin.1.4, cf. 38.5.
English (Strong)
from ἐξίστημι; a displacement of the mind, i.e. bewilderment, "ecstasy": + be amazed, amazement, astonishment, trance.