ὁδηγός
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ὁ,
A guide, Plb.5.5.15, Plu.Alex.27 ; of a goddess, Paus.2.11.2 ; part of a dirigible χελώνη, Ath.Mech.34.6 ; ταῖς Ἀριστοτελείοις τέχναις ὁδηγοῖς χρησάμενος D.H.Amm.1.12, cf. Phld.Lib.p.20 O. : as Adj., ὁδηγὰ πλοῖα pilot-boats, Sammelb.7173.16(ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 292] ὁ, = ὁδηγητής (s. auch ὁδαγός); Pol. 5, 5, 15; Plut. u. a. Sp., auch adj., αἱ ὁδηγοὶ τῆς διανοίας αἰσθήσεις, S. Emp. pyrrh. 1, 128.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδηγός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ δεικνύων τὴν ὁδόν, Πολύβ. 5. 5, 15, Πλουτ. Ἀλέξ. 27· ἐπὶ θεότητος, Παυσ. 2. 11, 2. ΙΙ. διδάσκαλος, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 12. Πρβλ. ὁδᾱγός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui conduit sur la route, guide.
Étymologie: ὁδός, ἄγω.
Spanish
English (Strong)
from ὁδός and ἡγέομαι; a conductor (literally or figuratively (teacher)): guide, leader.