ὀκταήμερος
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
ον,
A eight days old, Ep.Phil.3.5.
German (Pape)
[Seite 317] achttägig, am achten Tage, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκταήμερος: -ον, ὁ κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν, περιτομὴ ὀκταήμερος Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππησ. γ΄, 5· - ὀκταήμερον, τό, παρ’ Ἐκκλησ., ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τινος ἑορτῆς, τὰ ὀκταήμερα τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν Τυπικ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de huit jours ; du huitième jour.
Étymologie: ὀκτώ, ἡμέρα.
English (Strong)
from ὀκτώ and ἡμέρα; an eight-day old person or act: the eighth day.