ἀπαρτισμός
ἡ πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you
English (LSJ)
ὁ,
A completion, Ev.Luc.14.28; ἔργων PGiss.67.9 (ii A. D.); λογοθεσίας Mitteis Chr.88iv 25 (ii A. D.); κατ' ἀπαρτισμόν precisely, Chrysipp.Stoic.2.164; οὐ κατ' ἀπαρτισμὸν ἀλλ' ἐν πλάτει not narrowly but broadly, D.H.Comp.24. 2 rounding off, βαλάνου Antyll. ap. Orib. 50.3.1.
German (Pape)
[Seite 281] ὁ, dasselbe, N. T; κατ' ἀπαρτισμόν, absolut, D. Hal. C. V. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρτισμός: ὁ, συμπλήρωσις, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιδ΄, 28· κατ’ ἀπαρτισμόν, ἀπολύτως, τελείως, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 24, Στοβ. Ἐκλογ. 1. σ. 258.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 achèvement, perfection;
2 repos ou suspension en parl. de la césure.
Étymologie: ἀπαρτίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I redondez τῆς βαλάνου Antyll. en Orib.50.3.1.
II 1remate de una torre Eu.Luc.14.28
•de un adv. modificador τοῦ ῥήματος A.D.Adu.122.14.
2 realización ἔργων PGiss.67.9 (II d.C.), λογοθεσίας Mitteis Chr.2.88.4.25 (II d.C.), ἀ. συμφωνίας realización de un acuerdo, SB 7173.30.
III κατ' ἀπαρτισμόν
1 exactamente Chrysipp.Stoic.2.164.
2 estrictamente οὐ κατὰ ἀπαρτισμὸν ἀλλ' ἐν πλάτει D.H.Comp.121.1.
English (Strong)
from a derivative of ἀπάρτι; completion: finishing.