άλλοσε

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

ἄλλοσε επίρρ. (Α)
1. (δηλώνοντας κίνηση) α) σε άλλο τόπο, προς άλλο μέρος
β) συχνά σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν επίσης την προς τόπο κίνηση: «ἄλλοσε οὐδαμόσε», σε κανέναν άλλο τόπο
«ἄλλοσε πολλαχόσε», σε πολλά άλλα μέρη
«ποῑ ἄλλοσε;» σε ποιο άλλο μέρος;
2. (δίχως κίνηση) αντί του ἀλλαχοῦ «πολλαχοῦ καὶ ἄλλοσε... ἀγαπήσουσί σε» (Πλάτ. Κρίτ. 45b) (έλξη προς άλλο επίρρ. δηλωτικό κινήσεως).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος + επιρρ. κατάλ. -σε].