αναθερμαίνω
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Greek Monolingual
(Α ἀναθερμαίνω)
θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω
νεοελλ.
αναζωογονώ, αναζωπυρώνω, τονώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θερμαίνω.
ΠΑΡ. αναθέρμανση (-ις)].