αντονομασία
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
Greek Monolingual
η (Α ἀντονομασία)
λεκτικός τρόπος ή σχήμα της αρχαίας και της νέας Ελληνικής κατά τον οποίο αντί για ένα κύριο ή προσηγορικό όνομα χρησιμοποιείται στον λόγο κάποια άλλη συνώνυμη ή ισοδύναμη λέξη: Πηλείδης αντί Αχιλλεύς, ὦ παῑ Ἱππονίκου = ὦ Καλλία, ο γιος της Καλογριάς = ο Καραϊσκάκης
αρχ.
η αντωνυμία ή η χρήση της.