άοζος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

(I)
ἄοζος, ο (Α)
θεράπων, υπηρέτης, ακόλουθος, ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του όζος «κλάδος, βλαστός -γόνος, σύντροφος» με α- αθροιστικό, πιθ. από επίδραση του ρ. αοσσέω «βοηθώ» — κατ' άλλη άποψη, άοζος < α-σοδ-yos «συμπορευόμενος, συνοδοιπόρος» < sm -sodyos πιθ. από ρ. sed «πηγαίνω, βαδίζω» (πρβλ. οδός)].———————— (II)
ἄοζος, -ον (Α)
άνοζος, χωρίς βλαστούς.