Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γαβγίζω

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499

Greek Monolingual

και γαβλίζω (Μ γαβγίζω)
1. αλυχτάω (αποδίδεται στη φωνή του σκύλου)
νεοελλ.
1. φρ. α) «ο σκύλος εκεί που τρώει γαβγίζει» — γι΄ αυτόν που υποστηρίζει το αφεντικό του ή τον προστάτη του
β) «σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει» — αυτός που φωνάζει ή είναι ευέξαπτος δεν είναι επικίνδυνος
2. φλυαρώ
3. φωνάζω, μιλάω πολύ δυνατά.