αρχαιολογώ

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

ἀρχαιολογῶ (-έω) (Α)
1. μιλώ για πράγματα αρχαία ή ξεχασμένα και ασαφή
2. αρχαΐζω
3. «ἱστορία ἀρχαιολογουμένη» — ιστορία που εξετάζεται κυρίως από την αρχαιολογική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -λογώ (-έω) < λόγος < λέγω.