αρχαιολογώ

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

Greek Monolingual

ἀρχαιολογῶ (-έω) (Α)
1. μιλώ για πράγματα αρχαία ή ξεχασμένα και ασαφή
2. αρχαΐζω
3. «ἱστορία ἀρχαιολογουμένη» — ιστορία που εξετάζεται κυρίως από την αρχαιολογική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -λογώ (-έω) < λόγος < λέγω.