γήρυς

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

γῆρυς και γᾱρυς (-υος), η (Α)
1. φωνή, λαλιά, λόγος
2. φωνή που εκφράζει πάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, με βασική σημασία «φωνή» (από ινδοευρ. ρίζα ğar - «φωνάζω, κραυγάζω») απ' όπου μετά η σημασία «λαλιά, λόγος». Συσχετίζεται επίσης με τη γλώσσα του Ησύχ. «γαρριώμεθα
λοιδορούμεθα» και το λατ. garrio «φλυαρώ», ηχομιμητικές λέξεις με εκφραστικό αναδιπλασιασμό].