διήμερος

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Spanish (DGE)

-ον
que transcurre a lo largo del día, que dura todo un díaglos. a ἐφημέριος Sch.Od.4.223.
-ον
1 que pasa dos días διήμεροι καὶ τριήμεροι τὰς νηστείας ἐκτελοῦντες pasando ellos dos y tres días haciendo ayuno Euagr.Schol.HE 1.21 (p.30), cf. 4.29 (p.178), Gloss.2.29.
2 subst. τὸ δ. período de dos días ἐν τῷ διημέρῳ τούτῳ Lyd.Ost.66.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διήμερος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί δύο μέρες
2. αυτός που έχει ηλικία δύο ημερών
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διήμερο
διάστημα δύο ημερονυκτίων
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. το διήμερον
χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από είκοσι τέσσερεις ώρες
2. αυτός που γίνεται ή κάνει κάτι τη δεύτερη μέρα, δευτεραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δύο) + -ημερος < ημέρα (πρβλ. εφήμερος)].