ψευδισόδομος
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ον,
A built of equal blocks, but in courses of unequal size, Vitr.2.8.5.
German (Pape)
[Seite 1394] aus unregelmäßigen Steinen, aus Steinen von ungleicher Größe aufgeführt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδισόδομος: -ον, οἰκοδομηθεὶς ἐκ λίθων ἀνίσων τὸ μέγεθος, Vitruv. 2. 8.
Greek Monolingual
-η, -ο / ψευδισόδομος, -ον, ΝΑ, και ψευδοϊσόδομος, -η, -ο, Ν
(για τοιχοποιία) χτισμένος με λίθους ίσου μεγέθους, οι οποίοι όμως έχουν τοποθετηθεί σε ακανόνιστες σειρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἰσόδομος.