αγκιστρώνω

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source

Greek Monolingual

(AM ἀγκιστροῡμαι, -όομαι)
1. συλλαμβάνω με αγκίστρι
2. τοποθετώ δόλωμα σε αγκίστρι
3. δίνω σε κάτι το σχήμα αγκίστρου, κάμπτω
4. κρεμώ κάτι από άγκιστρο, γαντζώνω
νεοελλ.-μσν.
έλκω, αιχμαλωτίζω
αρχ.
1. (για τόξα) εφοδιάζομαι με βέλη 2
(για ψάρια) συλλαμβάνομαι με αγκίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρον.
ΠΑΡ. ἀγκιστρωτός
νεοελλ.
αγκίστρωση].