αγριαδίνα

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

και αγραδίνα και γραδίνα, η αγριάδα
1. είδος σταφυλιού με χοντρές και επιμήκεις ρώγες, που προέρχεται από κλήμα σε ημιάγρια κατάσταση και παράγει ατελείς καρπούς
2. συνεκδ. άκαρπο αμπέλι.