αδέκαστος

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδέκαστος, -ον) δεκάζω
1. αυτός που δεν παίρνει χρήματα, δεν δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται για να παραβεί το καθήκον του
2. αμερόληπτος, απροκατάληπτος, δίκαιος, τίμιος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αδέκαστο
τιμιότητα, ακεραιότητα («το αδέκαστο του χαρακτήρα»).