εξάρθρωση
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek Monolingual
η (Α ἐξάρθρωσις) εξαρθρώνω
εξάρθρωμα, «βγάλσιμο», λύση της αρθρώσεως, διάστρεμμα, στραμπούλιγμα
νεοελλ.
λύση τών συνδετικών δεσμών, αποσύνθεση, αποδιοργάνωση, ξεχαρβάλωμα, διάλυση.