εσχάριο

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

Greek Monolingual

το (Α ἐσχάριον)
(υποκορ. του εσχάρα)
πύραυνο, μικρή κινητή εστία που χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα μικρής ποσότητας τροφίμων, κν. μαγκάλι, φουφού
νεοελλ.
1. καθεμιά από τις ισχυρές τετραγωνικές δοκούς που υποβαστάζουν την τρόπιδα ναυπηγούμενου πλοίου στην εσχάρα του ναυπηγείου, κν. σκαρί
2. μεταλλικό μέρος της κλίνης, πάνω στην οποία είναι στερεωμένη η εσχάρα τών βαρέων πυροβόλων
αρχ.
1. μέρος πάνω στο οποίο στέκεται ή στηρίζεται κάποιος, βάση
2. εσχάρα με την οποία καθέλκονται πλοία
3. έλκος που προέρχεται από καύση
4. (κατά τον Ησύχ.) «κοίλον θυμιατήριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. εσχάρ-ιον, υποκορ. του εσχάρα].