ἑρπήν
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
German (Pape)
[Seite 1034] ῆνος, ὁ, = ἕρπης, VLL.; nach E. M auch ἑρπήνη, vgl. Lob. Aglaoph. 1087.
Greek Monolingual
ἑρπήν, ὁ (Α)
ασθένεια του δέρματος, βλ. έρπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρπω. Αναλογικός σχηματισμός κατά το λειχήν.