πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
εὐλεχής, -ές (Α)εύλεκτρος («εὐλεχέος θαλάμου», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρο-λεχής, κοινο-λεχής κ.ά.].