θεμελίωση
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Greek Monolingual
η (Α θεμελίωσις) θεμελιώνω
το σύνολο τών εργασιών που αποσκοπούν στην έδραση ενός οικοδομήματος, η τοποθέτηση θεμελίων, το θεμέλιωμα («η θεμελίωση έγινε πάνω σε βράχο»)
νεοελλ.
1. όρυγμα υποδοχής τών θεμελίων
2. το θεμέλιο
3. μτφ. καθίδρυση, ίδρυση, στήσιμο
4. μτφ. στήριξη, εδραίωση, τεκμηρίωση.