καλπασμός

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλπασμός Medium diacritics: καλπασμός Low diacritics: καλπασμός Capitals: ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kalpasmós Transliteration B: kalpasmos Transliteration C: kalpasmos Beta Code: kalpasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A trotting, ὁ ἐν ἀναβολῇ κ. Philum. ap. Orib.45.29.36.

Greek Monolingual

ο (Α καλπασμός) καλπάζω
ο ταχύτερος από τους βηματισμούς του αλόγου που εκτελείται σε τρεις χρόνους και ακολουθείται από έναν μικρό χρόνο αιωρήσεως, γκαλόπ, τριποδισμός, τριπόδι.