ιστοριοκρατία

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

η
η αναγωγή όλων τών πολιτισμικών φαινομένων σε ιστορικά αίτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. αξιο-κρατία, δημο-κρατία].