Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
Full diacritics: ἐντοπίζω | Medium diacritics: ἐντοπίζω | Low diacritics: εντοπίζω | Capitals: ΕΝΤΟΠΙΖΩ |
Transliteration A: entopízō | Transliteration B: entopizō | Transliteration C: entopizo | Beta Code: e)ntopi/zw |
sine expl., Suid.
(Μ ἐντοπίζω)
1. περιορίζω κάτι σ' έναν τόπο, σ' ένα σημείο, περιστέλλω
2. ανακαλύπτω, καθορίζω πού βρίσκεται κάποιος ή κάτι («εντοπίζω τον δράστη»).