διόπτευση

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source

Greek Monolingual

η (Α διόπτευσις) διοπτεύω
η παρατήρηση με διόπτρα
νεοελλ.
1. ναυτ. ο καθορισμός της θέσεως του πλοίου με παρατήρηση σημείου της ξηράς ή της θάλασσας, ρελέβο
2. η γωνία που προσδιορίζεται με διόπτευση.