κιχόριο

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

ή κιχώριο
το (Α κιχόριον)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει σημαντικά από οικονομική άποψη είδη, όπως είναι τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες: α) αντίδι ή ραδίκι ή πικραλίδα ή πικρομάρουλο ή πικροράδικο, β) αντίδι, γ) σταμνάγκαθο ή θαλασσοράδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίχορα + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. λόγ-ιον, πόδ-ιον].