κευθῆνες
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
οἱ καταχθόνιοι δαίμονες, Suid.
German (Pape)
[Seite 1426] οἱ, nach Suid. οἱ καταχθόνιοι δαίμονες.
Greek (Liddell-Scott)
κευθῆνες: «οἱ καταχθόνιοι δαίμονες» Σουΐδ.
Greek Monolingual
κευθῆνες (Α) κεύθω
(κατά το λεξ. Σούδα) «οἱ καταχθόνιοι δαίμονες».