κεντρώος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται στο κέντρο ενός τόπου, μιας περιοχής ή ηπείρου («κεντρώα Αφρική»)
2. (το αρσ. και ως ουσ.) αυτός που η πολιτική ιδεολογία του δεν έχει αριστερή ή δεξιά κατεύθυνση, αλλά ανήκει στο κέντρο τών δύο ακραίων παρατάξεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].