αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Full diacritics: κόλλητρα | Medium diacritics: κόλλητρα | Low diacritics: κόλλητρα | Capitals: ΚΟΛΛΗΤΡΑ |
Transliteration A: kóllētra | Transliteration B: kollētra | Transliteration C: kollitra | Beta Code: ko/llhtra |
τά,
A cost of plumber's labour, POxy.736.91 (i A.D.).
κόλλητρα, τὰ (Α)
η αμοιβή για τη συγκόλληση μεταλλικών αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κολλη- (πρβλ. ε-κόλλη-σα, αόρ. του κολλῶ) + επίθημα -τρον (πρβλ. θέλγη-τρον, κίνη-τρον)].