κόλλητρα

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλλητρα Medium diacritics: κόλλητρα Low diacritics: κόλλητρα Capitals: ΚΟΛΛΗΤΡΑ
Transliteration A: kóllētra Transliteration B: kollētra Transliteration C: kollitra Beta Code: ko/llhtra

English (LSJ)

τά,

   A cost of plumber's labour, POxy.736.91 (i A.D.).

Greek Monolingual

κόλλητρα, τὰ (Α)
η αμοιβή για τη συγκόλληση μεταλλικών αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κολλη- (πρβλ. ε-κόλλη-σα, αόρ. του κολλῶ) + επίθημα -τρον (πρβλ. θέλγη-τρον, κίνη-τρον)].