κοίλασμα
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ατος, τό,
A hollow, LXX Is.8.14; groove, Apollod.Poliorc.182.7, Ath.Mech.36.6; interior of a lamp, Hero Spir.2.22.
German (Pape)
[Seite 1466] τό, das Ausgehöhlte, die Höhlung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοίλασμα: τό, κοίλωμα, κοιλότης, Ἀρχ. Μαθ. 10. 37.
Greek Monolingual
το (Α κοίλασμα) κοιλαίνω
η κοίλανση, το κοίλωμα
αρχ.
1. αύλακα
2. το εσωτερικό κοίλωμα λύχνου.