κουβάλημα

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

το (Μ κουβάλισμα)
1. μεταφορά αντικειμένων ή προσώπων από ένα μέρος σε άλλο, μετακόμιση
2. συνεκδ. μετοίκηση, μετοικεσία, αλλαγή τόπου διαμονής
3. απρόσκλητη και αιφνίδια άφιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουβαλώ. Ο τ. κουβάλισμα < κουβαλώ με επίδραση ονομάτων σε -ισμα].