Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
το (Μ κουβάλισμα)
1. μεταφορά αντικειμένων ή προσώπων από ένα μέρος σε άλλο, μετακόμιση
2. συνεκδ. μετοίκηση, μετοικεσία, αλλαγή τόπου διαμονής
3. απρόσκλητη και αιφνίδια άφιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουβαλώ. Ο τ. κουβάλισμα < κουβαλώ με επίδραση ονομάτων σε -ισμα].