Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κουβάλημα

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

το (Μ κουβάλισμα)
1. μεταφορά αντικειμένων ή προσώπων από ένα μέρος σε άλλο, μετακόμιση
2. συνεκδ. μετοίκηση, μετοικεσία, αλλαγή τόπου διαμονής
3. απρόσκλητη και αιφνίδια άφιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουβαλώ. Ο τ. κουβάλισμα < κουβαλώ με επίδραση ονομάτων σε -ισμα].