κοινωνιολογία

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

η
1. επιστήμη που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις ανθρώπινες κοινωνίες, τα κοινωνικά φαινόμενα και τους νόμους που τά διέπουν
2. συστηματική μελέτη τών ανθρώπινων ομάδων που ασκούν ένα επάγγελμα, είναι οπαδοί μιας θρησκείας ή ενδιαφέρονται για ένα πολιτιστικό, καλλιτεχνικό ή άλλο φαινόμενο (α. «αγροτική κοινωνιολογία» β. «θρησκευτική κοινωνιολογία» γ. «κοινωνιολογία της λογοτεχνίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. sociologie < socio- (που αποδίδεται ως κοινωνιο-) + -logie (πρβλ. -λογία < -λογῶ < -λόγος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιωάννη Α. Σούτζο].