λάμνα

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάμνα Medium diacritics: λάμνα Low diacritics: λάμνα Capitals: ΛΑΜΝΑ
Transliteration A: lámna Transliteration B: lamna Transliteration C: lamna Beta Code: la/mna

English (LSJ)

or λᾰλό-η, ἡ,

   A = Λάμια 11, Opp.H.1.370, 5.36.

German (Pape)

[Seite 11] ἡ, ion. λάμνη, ein großer Meerfisch, Opp. Hal. 1, 370. 5, 36, u. s. λαμία.

Greek (Liddell-Scott)

λάμνα: ἡ, Ἰων. λάμνη, = λάμια ΙΙ, Ὀππ. Ἁλ. 1. 370., 5. 36.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
poisson requin.
Étymologie: DELG λαμυρός.

Greek Monolingual

η (Α λάμνα και λάμνη)
γένος ζωοτόκων καρχαριών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια isuridae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάμια (Ι) κατά τα θηλ. σε -να].