κροκοδιλόδηκτος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκοδῑλόδηκτος Medium diacritics: κροκοδιλόδηκτος Low diacritics: κροκοδιλόδηκτος Capitals: ΚΡΟΚΟΔΙΛΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: krokodilódēktos Transliteration B: krokodilodēktos Transliteration C: krokodilodiktos Beta Code: krokodilo/dhktos

English (LSJ)

ον,

   A bitten by a crocodile, Dsc.5.109.

Greek Monolingual

κροκοδιλόδηκτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο έχει δαγκώσει κροκόδειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηρό-δηκτος, οφιό-δηκτος].