ματώ
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
Greek Monolingual
(I)
ματῶ, -άω (Α) μάτη
1. είμαι αργός, οκνηρός, βραδύνω, αμελώ («περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὖργον τόδε», Αισχύλ.)
2. είμαι μάταιος, ανώφελος
3. αποτυγχάνω σε κάτι.———————— (II)
ματῶ, -έω, αιολ. τ. μάτημι (Α)
(σπάν.τ.) βλ. ματεύω.———————— (III)
ματῶ, -έω, αιολ. τ. μάτημι (Α)
συνθλίβω, πιέζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ματῶ μπορεί να παραβληθεί ως προς τη μορφή με το ματῶ (II) και με το πατῶ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα mn-tr- «πιέζω, συνθλίβω» (πρβλ. λιθουαν. minu, minti «πιέζω», αρχ. σλαβ. mĭne, meti «συνθλίβω», ιρλδ. men «αλεύρι», γαλατ. mathru «πατώ με τα πόδια»)].