μετεωροπόλος

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωροπόλος Medium diacritics: μετεωροπόλος Low diacritics: μετεωροπόλος Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: meteōropólos Transliteration B: meteōropolos Transliteration C: meteoropolos Beta Code: metewropo/los

English (LSJ)

ον,

   A busying oneself with high things, Ph. 1.588.

German (Pape)

[Seite 160] sich mit Untersuchung der überirdischen Dinge beschäftigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροπόλος: -ον, ὁ περὶ ὑψηλὰ πράγματα διατρίβων, Φίλων 1. 588. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μετεωροπόλων· τῶν τὰ οὐράνια σκοπούντων».

Greek Monolingual

μετεωροπόλος, -ον (Α)
αυτός που ασχολείται με τα μετέωρα και, γενικά, με υψηλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + -πόλος (< πέλομαι «επέρχομαι, υπάρχω»), πρβλ. μαντι-πόλος, νυκτι-πόλος.