μισανοίγω
From LSJ
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
Greek Monolingual
και μισοανοίγω
1. ανοίγω λίγο ή ανοίγω διστακτικά (α. «μισάνοιξα το παράθυρο, για να μπει λίγο φως» β. «μισάνοιξα τα μάτια»)
2. (για τα φυτά) βρίσκομαι στην αρχή της βλάστησης, μόλις αρχίζω να βλαστάνω, να βγάζω φύλλα («μισάνοιξαν οι αμυγδαλιές»)
3. (για τα άνθη) αρχίζω να ανοίγω τα πέταλα, αρχίζω να μπουμπουκιάζω («μισανοίγουν τα τριαντάφυλλα»).