ακατάλυτος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάλυτος, -ον) καταλύω
αυτός που δεν καταλύεται ο αιώνιος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν φθείρεται, ο ανθεκτικός
2. (για θρησκευτική νηστεία) η μέρα κατά την οποία δεν επιτρέπεται η κατάλυση, η κατανάλωση πασχαλινού φαγητού.