ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
-α και –ισσα, -ικο
1. ο άνθρωπος που περνά την ημέρα του στους δρόμους, αλάνης, αλήτης
2. ανάγωγος, ανήθικος, χυδαίος, μόρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλάνι + παραγ. κατάλ. –ιάρης.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλανιαρίζω, αλανιάρικος].