γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
το αλώνι1. μικρό αλώνι2. μικρός επίπεδος χώρος σε κατηφοριά ή στο μέσον μιας σκάλας3. (Λαογρ.) ονομασία διαφόρων ομαδικών παιχνιδιών.