αναγνώστης

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek Monolingual

ο (Α ἀναγνώστης) (Ν θηλ -τρια)
1. αυτός που διαβάζει κάτι
2. αυτός που έχει ως έργο του την ανάγνωση βιβλίων μεγαλοφώνως σε ακροατήριο (πρβλ. λέκτωρ)
νεοελλ.
αυτός που επιδίδεται στην ανάγνωση βιβλίων, ο βιβλιόφιλος
αρχ.
δούλος ασκημένος στην ανάγνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγιγνώσκω.
ΠΑΡ. αναγνωστήριο
νεοελλ.
αναγνωστεύω].