αναρτώ

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

(Α ἀναρτῶ, -άω)
κρεμώ κάτι, στηρίζω κάτι κάπου
αρχ.
μτφ.
1. εξαρτώ κάτι από κάπου
2. προσηλώνω
3. (μέσ., -ώμαι) α. (για εδάφη) προσαρτώ, υποτάσσω σε κάποιον
β. κάνω κάποιον να προσκολληθεί, να ενδιαφερθεί για άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + αρτώ «κρεμώ»
ΠΑΡ. ανάρτηση(-ις)
νεοελλ.
αναρτήρας].