ανασκευή
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
Greek Monolingual
η (Α ἀνασκευή) ανασκευάζω
η ενέργεια του ανασκευάζω
αρχ.
1. καταστολή, κατάπνιξη
2. απόκρουση, αποσόβηση.